μεταγωγός

μεταγωγός
-ό (ΑM μεταγωγός, -όν) [μετάγω]
αυτός που μεταφέρει κάτι από ένα μέρος σε άλλο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μεταγωγός
α) κάθε μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά, ιδίως με εναέρια σύρματα, έμψυχου ή άψυχου υλικού
β) (ηλεκτρολ.) όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η αντικατάσταση ενός τμήματος από άλλο τμήμα ή η διαδοχική μετατροπή τής συνδεσμολογίας ενός ή περισσότερων κυκλωμάτων (α. «μεταγωγός αναστροφής» β. «μεταγωγός ζεύξης»)
γ) (επικοιν.) διάταξη που επιτρέπει την πραγματοποίηση τής τηλεπικοινωνιακής μεταγωγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταγωγόν — μεταγωγός shifting masc acc sg μεταγωγός shifting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγωγοί — μεταγωγός shifting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγωγούς — μεταγωγός shifting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγωγέας — Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς. Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί …   Dictionary of Greek

  • μεταστροφέας — ο [μεταστροφή] αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται η μεταστροφή, ο μεταγωγός …   Dictionary of Greek

  • μεταφορέας — ο 1. το πρόσωπο που μεταφέρει, μεταγωγός, κομιστής, κουβαλητής 2. το όργανο ή το μέσο που χρησιμοποιείται για τη μηχανική μεταφορά υλικών ή φορτίων από έναν τόπο σε άλλο 3. (οικον. νομ.) το άτομο που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής να διαθέσει… …   Dictionary of Greek

  • μεταγωγαῖς — μεταγωγή removal fem dat pl μεταγωγός shifting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγωγάς — μεταγωγά̱ς , μεταγωγή removal fem acc pl μεταγωγά̱ς , μεταγωγός shifting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγωγῆς — μεταγωγεύς masc nom pl μεταγωγεύς masc nom/voc pl μεταγωγή removal fem gen sg (attic epic ionic) μεταγωγός shifting fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγωγῇ — μεταγωγῆι , μεταγωγεύς masc dat sg (epic ionic) μεταγωγή removal fem dat sg (attic epic ionic) μεταγωγός shifting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”